συννομή

συννομή
η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α [συννέμω]
νεοελλ.
(νομ.) η από κοινού άσκηση τής νομής, δηλαδή τής φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίου
αρχ.
1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής
2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο
3. (στην Κάμειρο τής Ρόδου) διαίρεση, κατανομή τού λαού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συννομή — a feeding together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννομικός — ή, όν, Α [συννομή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύννομη*, σε κοινή βοσκή …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • συννομά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. σύννομη …   Dictionary of Greek

  • συννόμιον — τὸ, Μ [συννομή] τόπος στον οποίο βόσκουν μαζί διαφορετικά κοπάδια …   Dictionary of Greek

  • συννομῆς — συννομεύς fellow shepherd masc nom pl συννομεύς fellow shepherd masc nom/voc pl συννομή a feeding together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”