- συννομή
- η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α [συννέμω]νεοελλ.(νομ.) η από κοινού άσκηση τής νομής, δηλαδή τής φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίουαρχ.1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο3. (στην Κάμειρο τής Ρόδου) διαίρεση, κατανομή τού λαού.
Dictionary of Greek. 2013.